ΠΩΣ Η ΟΓΚΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΕΠΗΡΕΑΖΕΙ ΤΗ ΣΤΟΜΑΤΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Όλες οι ογκολογικές θεραπείες μπορεί να έχουν επιπτώσεις στο στόμα, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τη θεραπεία. Οι επιπλοκές μπορεί να είναι οξείες (κατά τη διάρκεια) και χρόνιες (μετά το πέρας της θεραπείας).
Η ακτινοθεραπεία στο κεφάλι και στο λαιμό και η χημειοθεραπεία προκαλούν απευθείας βλάβες στο στόμα, τους σιαλογόνους αδένες και τις γνάθους. Επιπλέον, η χημειοθεραπεία εξασθενίζει το ανοσοποιητικό σύστημα και διευκολύνει, ακόμη, την ανάπτυξη λοιμώξεων.
Οι επιπλοκές, που μπορεί να παρουσιαστούν, από τη χημειοθεραπεία και την ακτινοθεραπεία στην περιοχή της κεφαλής και του λαιμού είναι παρόμοιες. Οι κυριότερες από τις επιπλοκές αυτές είναι:
- Η βλεννογονίτιδα
- Οι λοιμώξεις του βλεννογόνου του στόματος
- Ο πόνος
- Οι ουλορραγίες
- Οι μεταβολές στη γεύση
- Το ξερό στόμα
- Δυσκολία στη διατροφή, απώλεια βάρους
- Δυσκολία στη λήψη νερού, αφυδάτωση
- Τερηδόνες και ουλίτιδα
- Διαταραχές στην ανάπτυξη των δοντιών στα παιδιά
Ο κάθε ογκολογικός ασθενής έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες και ο οδοντίατρος έχει την δυνατότητα να προσαρμόζει την θεραπεία στις ανάγκες του. Ο γιατρός πρέπει να είναι ενήμερος για την αντινεοπλασματική θεραπεία ώστε να προγραμματίζει με προσοχή το σχέδιο θεραπείας του, καθώς η κάθε ογκολογική θεραπεία αναμένεται να παρουσιάσει διαφορετικές εκδηλώσεις στην στοματική κοιλότητα.
Πολύ συμαντική είναι και η ανακάληψη νεοπλασμάτων τα οποία οφείλονται σε πολύ συγκεκριμένες γνωστές μεταλλάξεις. Αν και τέτοια νεοπλάσματα αποτελούν μειοψηφία, αντιμετωπίζονται από τους ογκολόγους με στοχευμένες θεραπείες (μονοκλονικά αντισώματα, mTOR αναστολείς) οι οποίες φαίνεται να είναι πολύ αποτελεσματικές. Ο οδοντίατρος οφείλει να είναι ενήμερος για την υπαρξη τέτοιων θεραπειών αλλά και των επιπλοκών που σχετίζονται με την στοματική κοιλότητα, οι οποίες και εμφανίζονται στην πλειοψηφία τους με εντονότερη συμπτωματολογία.
Ο οδοντίατρος ανακουφίζει τους ασθενείς μειώνοντας σημαντικά τον μικροβιακό παράγοντα και καθοδηγόντας τους σε ένα σωστό πρόγραμμα στοματικής υγιεινής για την διατήρηση του μικροβιακού φορτίου σε χαμηλά επίπεδα. Επίσης μπορεί να αναλάβει δραστικά μετρα για τον έλεγχο της ξηροστομίας, αφού έχει στην διάθεση του πληθώρα σκευασμάτων για να διαλέξει ποιο εξυπηρετεί καλλίτερα τον κάθε ασθενή. Τέλος, σε πιο έντονη συμπτωματολογία με οδηνηρές εκδηλώσεις από το στόμα μπορεί να χορηγήσει θεραπεία αρχικά με τοπικά κορτικοειδή, π.χ. τοπική εφαρμογή στο έλκος κορτιζονούχου αλοιφής σε κολλώδη βάση (Orabase) που επιτρέπει την προσκόλληση της στο στοματικό βλεννογόνο, τρεις έως έξι φορές ημερησίως, για 4-6 ημέρες, βοηθάει στη γρήγορη επούλωση των ελκών). Ενώ σε περιπτώσεις μεγάλων ή πολλαπλών άφθων ή σε περιπτώσεις όπου καινούργια έλκη εκδηλώνονται χωρίς να έχουν ήδη επουλωθεί τα παλαιότερα μπορεί να χορηγηθούν συστηματικά κορτικοειδή.
Τελικά όμως η πιο σημαντική ευθύνη του οδοντιάτρου αφορά στην πρόληψη επιπλοκών από ογκολογικές θεραπείες και στην σωστή ενημέρωση του ασθενή για την συνειδητοποίηση από πλευράς του θεραπευόμενου ότι όσο πιο καθαρό είναι το στόμα, τα δόντια και τα ούλα, τόσο πιο λίγες θα είναι και οι επιπτώσεις της αντινεοπλασματικής θεραπείας.
Η προφύλαξη και ο έλεγχος των επιπλοκών στο στόμα, με τη συμβολή της οδοντιατρικής μας ομάδας, θα βελτιώσει την ποιότητα ζωής και την αποτελεσματικότητα της ογκολογικής θεραπείας.
οδηγίες προς ογκολογικούς ασθενείς:
Αφοσιωθείτε σε ένα εντατικό και ενδελεχές πρόγραμμα στοματικής υγιεινής το οποίο δεν θα περιορίζεται στην χρήση μόνο οδοντόβουρτσας αλλά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει και μέσα μεσοδόντιου καθαρισμού καθώς και στοματικά διαλύματα που θα σας υποδείξει ο οδοντίατρος σας
Μην χρησιμοποιείτε στοματικά διαλύματα με βάση την αλκοόλη καθώς αυτή είναι πολύ ερεθιστική για τους προσβληθέντες ιστούς της στοματικής κοιλότητας. Προτιμήστε διάλυμα χαμομηλιού, ή εναλλακτικά σόδας ή αλλων εμπορικών σκευασμάτων με απουσία αλκοόλης.
Σε περιπτώσεις επίμονων ελκών, υπάρχουν εναλλακτικές θεραπείες με χρήση γέλης ή ελαίου με όζον που φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές στην ανακούφιση από τον πόνο και εύκολες στην τοπική εφαρμογή καθώς μπορούν να εφαρμοστούν ως επίστρομα στις βάσεις των οδοντοστοιχιών.
Ασθενείς με ξηροστομία θα πρέπει να προσέρχονται στον οδοντίατρο για την χορήγηση του κατάλληλου σκευάσματος (π.χ. υποκατάστατα σάλιου, μαστίχες παραφίνης, συσκευές διατήρησης υγρασίας) καθώς σε αντίθετη περίπτωση οι πιθανότητες εμφάνισης νέων τερηδονών και βλαβών σχετιζόμενων με τα δόντια αυξάνονται κατακόρυφα.
Σε λήψη διφωσφονικών από του στόματος ή ενδοφλεβίως ο κίνδυνος εμφάνισης οστεονέκρωσης των γνάθων είναι πολύ υψηλότερος όταν ο ασθενής λαμβάνει ενδοφλέβια το δισφωσφονικό. Επίσης, η συνύπαρξη άλλων προδιαθεσικών παραγότων σε συνδυασμό με τη λήψη διφωσφονικών όπως είναι η χημειοθεραπεία, η λήψη κορτικοστεροειδών, ο σακχαρώδης διαβήτης, το κάπνισμα, η υπερκατανάλωση αλκοόλ και η φτωχή στοματική υγιεινή αυξάνουν ακόμη περισσότερο την πιθανότητα ανάπτυξης οστεονέκρωσης των γνάθων. Τέλος, δόντια με αμφίβολη πρόγνωση θα πρέπει να εξάγονται καθώς η παραμονή τους στο στόμα αυξανει τις πιθανότητες εκδήλωσης οστεονέκρωσης.